μαστιγούμενοι

μαστιγούμενοι
μαστῑγούμενοι , μαστιγόω
whip
pres part mp masc nom/voc pl (attic epic doric)
μαστῑγούμενοι , μαστιγόω
whip
pres part mp masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μαστιγούμενοι — (flagellantes). Μέλη διάφορων αδελφοτήτων ή θρησκευτικών κινημάτων στη Δύση, οι οποίοι μαστιγώνονταν για λόγους μετανοίας ή εξιλέωσης. Από τα κινήματα αυτά (τα μέλη των οποίων ονομάζονταν επίσης πειθαρχούμενοι, κουκουλοφόροι ή δερόμενοι)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”